(ἐκβαλεῖν ἔ. χειρός Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
έκτοσε — ἔκτοσε (Α) επίρρ. έξω, εκτός (με γεν.) («δόρυ δ ἔκβαλον ἔκτοσε χειρός», Οδ. ξ) … Dictionary of Greek
ἔκτοσε — outwards indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)